- αλισγάριαστος
- -η, -ο [λισγάρι]αυτός που δεν έχει ανασκαφεί με λισγάρι*, άσκαφτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλισγάριστος — η, ο ο αλισγάριαστος* … Dictionary of Greek
αλισγάριστος — αλισγάριστος, η, ο και αλισγάριαστος, η, ο αυτός που δεν ανασκάφτηκε με το λισγάρι: Εκείνη τη χρονιά άφησαν αλισγάριστο το περιβόλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)